- σκλαβοπάζαρο
- τομέρος όπου πουλιούνται δούλοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκλαβοπάζαρο — το, Ν 1. παζάρι όπου πωλούσαν σκλάβους 2. μτφ. ξένη χώρα στην οποία μεταναστεύουν άνεργοι άλλης χώρας και στην οποία εργάζονται υπό σκληρές συνθήκες και με δυσμενείς γι αυτούς όρους … Dictionary of Greek
στατάριον — τὸ, Α αγορά αιχμαλώτων, σκλαβοπάζαρο … Dictionary of Greek
Ομάν — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει Δ με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και με τη Σαουδική Αραβία και ΝΔ με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης. Βρέχεται Δ από τη θάλασσα της Αραβίας.Η περιοχή του Ο. βρίσκεται στο απώτατο νοτιοδυτικό άκρο της Αραβικής… … Dictionary of Greek